- κράτιστος
- -η -ο (AM κράτιστος, -ίστη, -ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, -ίστη, -ον)1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.)2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.)αρχ.1. (η κλητ. ως τίτλος προσφωνήσεως) κράτιστεεξοχότατε, ενδοξότατε2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κράτιστοι και τὰ κράτισταη αριστοκρατία, οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», Ξεν.)3. το θηλ. ως ουσ. ή κρατίστη(στη Ρώμη) γυναίκα από την τάξη τών ιππέων4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κράτισταάριστα5. φρ. «ἀπὸ τοῡ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῡ κρατίστου γίγνεται ἡ επιβολή», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρείσσων].
Dictionary of Greek. 2013.